εισκριτικόν

εισκριτικόν
εἰσκριτικόν, το (Α)
1. πληρωμή που κατέβαλλαν οι ιερείς τού Άμμωνος στον βασιλιά για την εκλογή τους στο αξίωμα αυτό
2. δικαίωμα εγγραφής που κατέβαλλαν οι έφηβοι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • εἰσκριτικόν — due paid on enrolment neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”